Το τελευταίο γνωμικό που κατατέθηκε

Ο Χρύσιππος ο Σολεύς είπε: " "Θα συμπεραίναμε στην περίπτωση ενός όμορφου σπιτιού ότι χτίστηκε για τους ιδιοκτήτες τους και όχι για ποντίκια. Οφείλουμε επομένως, με τον ίδιο τρόπο, να θεωρούμε το σύμπαν σαν το σπίτι των θεών.""

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Frédéric François Chopin

Frédéric François Chopin (1 March 1810 – 17 October 1849) was a Polish composer and virtuoso pianist. He was one of the great masters of Romantic music.

Chopin was born in the village of Żelazowa Wola, in the Duchy of Warsaw, to a French-expatriate father and Polish mother and was regarded as a child-prodigy pianist. On 2 November 1830, at the age of twenty, he left Warsaw for Austria, intending to go on to Italy. The outbreak of the Polish November Uprising seven days later, and its subsequent suppression by Russia, led to Chopin becoming one of many expatriates of the Polish Great Emigration.

In Paris, Chopin made a comfortable living as a composer and piano teacher, while giving few public performances. Though an ardent Polish patriot, in France he used the French versions of his names and eventually, to avoid having to rely on Imperial Russian documents, became a French citizen. After some ill-fated romantic involvements with Polish women, from 1837 to 1847 he had a turbulent relationship with the French authoress George Sand. Always in frail health, he died in Paris in 1849, aged thirty-nine, of pulmonary tuberculosis.

Chopin's compositions were written primarily for the piano as solo instrument. Though they are technically demanding, the emphasis in his style is on nuance and expressive depth. Chopin invented musical forms such as the instrumental ballade and was responsible for major innovations in the piano sonata, mazurka, waltz, nocturne, étude, impromptu and prélude.

ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ


Είμαστε πολλοί


Από τα πολλά άτομα τα οποία είμαι, από τα οποία είμαστε,
Δεν μπορώ να κατασταλάξω σε ένα μόνο.
Έχουν χαθεί για μένα υπό την κάλυψη της ένδυσης
Έχουν αναχωρήσει για μια άλλη πόλη.

Όταν τα πάντα φαίνεται να έχουν καθοριστεί
για να με αναδείξουν ως νοήμων άνθρωπο,
ο ανόητος που κρατώ μέσα μου κρυμμένο 
αναλαμβάνει να μιλήσει για εμένα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων


Από ένα παλιό email προέρχεται αυτό το πολύ ενδιαφέρον "ανέκδοτο" που μας δείχνει τον πραγματικό σκοπό ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος...


Το παρακάτω κείμενο αφορά μια ερώτηση που τέθηκε σε μια εξέταση Φυσικής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης: "Περιγράψτε πως μπορούμε να μετρήσουμε το ύψος ενός ουρανοξύστη χρησιμοποιώντας ένα βαρόμετρο"

Ένας φοιτητής απάντησε: "Δένετε ένα μακρύ σπάγκο στο λαιμό του βαρόμετρου, τότε κατεβάζετε το βαρόμετρο από την ταράτσα στο έδαφος. Το μήκος του νήματος συν το μήκος του βαρομέτρου θα είναι ίσο με το ύψος του κτιρίου."

Αυτή η πρωτότυπη απάντηση, έκανε έξω φρενών τον εξεταστή έτσι ώστε ο φοιτητής κόπηκε αμέσως. Ο φοιτητής προσέφυγε στις αρχές του πανεπιστημίου διαμαρτυρόμενος ότι η απάντησή του ήταν αναμφίβολα σωστή, και το πανεπιστήμιο όρισε έναν ανεξάρτητο εξεταστή να διερευνήσει την υπόθεση. Aυτός έκρινε ότι η απάντηση ήταν πράγματι σωστή, αλλά δεν έδειχνε καμιά αξιοσημείωτη γνώση της φυσικής.

Για να διαλευκανθεί τελείως το θέμα αποφασίστηκε να καλέσουν το σπουδαστή και να του αφήσουν έξι λεπτά μέσα στα οποία αυτός έπρεπε να δώσει μια προφορική απάντηση που να δείχνει μια εξοικείωση με τη φυσική σκέψη.

Για πέντε λεπτά αυτός παρέμεινε σιωπηλός, βυθισμένος σε σκέψεις. Ο εξεταστής του θύμισε ότι ο χρόνος τελείωνε, και ο σπουδαστής απάντησε ότι ήδη είχε στο μυαλό του αρκετές συναφείς απαντήσεις αλλά δεν μπορούσε να αποφασίσει ποια να χρησιμοποιήσει.

Στην προτροπή να βιαστεί, ο σπουδαστής απάντησε ως εξής: "Κατ' αρχήν μπορείς να ανεβάσεις το βαρόμετρο στην κορυφή του ουρανοξύστη, να το αφήσεις να πέσει στο δρόμο και να μετρήσεις το χρόνο που κάνει να φτάσει στο έδαφος. Το ύψος του κτιρίου μπορεί τότε να βρεθεί από τον τύπο H=1/2gt2 . Αλλά αλίμονο στο βαρόμετρο."

"Ή αν υπάρχει ηλιοφάνεια μπορείς να μετρήσεις το ύψος του βαρόμετρου, να το στήσεις όρθιο στο έδαφος και να μετρήσεις το μήκος της σκιάς του. Να μετρήσεις ύστερα το μήκος της σκιάς του ουρανοξύστη, και τέλος με απλή αριθμητική αναλογία να βρεις το πραγματικό ύψος του ουρανοξύστη."

"Αλλά αν θέλεις να κάνεις μια πραγματικά επιστημονική δουλειά, θα μπορούσες να δέσεις ένα μικρού μήκους νήμα στο βαρόμετρο και να το βάλεις σε ταλάντωση σαν εκκρεμές, πρώτα στο έδαφος και μετά στην ταράτσα του ουρανοξύστη. Το ύψος θα μπορούσε στη συνέχεια να βρεθεί μετρώντας και συγκρίνοντας τις δυο περιόδους οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες των τετραγωνικών ριζών των επιταχύνσεων της βαρύτητας, στο έδαφος και στο ύψος του ουρανοξύστη. Η επιτάχυνση της βαρύτητας εξαρτάται με τη σειρά της από το ύψος από την επιφάνεια της γης και συνεπώς γνωρίζοντας την επιτάχυνση της βαρύτητας στην ταράτσα βρίσκουμε το ύψος.."

"Ή αν ο ουρανοξύστης διαθέτει μια εξωτερική σκάλα κινδύνου θα ήταν ευκολότερο να ανεβείς τη σκάλα και να βάλεις διαδοχικά σημάδια επαναλαμβάνοντας το μήκος του βαρόμετρου. Μετά να προσθέσεις όλα αυτά τα μήκη."

"Αν απλώς βαριόσουν, και ήθελες να χρησιμοποιήσεις το βαρόμετρο με ορθόδοξο τρόπο, μπορούσες να μετρήσεις την ατμοσφαιρική πίεση στην ταράτσα και στο έδαφος και να μετατρέψεις την διαφορά των milibars σε αντίστοιχη διαφορά σε μέτρα."

"Αλλά επειδή ως φοιτητές συνεχώς παροτρυνόμαστε να ασκούμε την ανεξαρτησία του μυαλού και να εφαρμόζουμε επιστημονικές μεθόδους, αναμφίβολα ο καλύτερος τρόπος θα ήταν, να χτυπήσουμε την πόρτα του θυρωρού και να του πούμε: ' Αν θα σου άρεσε να έχεις ένα ωραίο καινούριο βαρόμετρο, θα σου χαρίσω αυτό αν μου πεις το ύψος του ουρανοξύστη'.

Ο σπουδαστής αυτός ήταν ο NIELS BOHR, ο μόνος Δανός που κέρδισε το βραβείο Nobel της Φυσικής!!!

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Για τις Σπουδές*


*ένα δοκίμιο του Φράνσις Μπαίηκον (Francis Bacon 1561-1626 μΧ.) από το βιβλίο Δοκίμια εκδ. Ζήτρος


Οι σπουδές προσφέρουν ευχαρίστηση, χάρη και ικανότητες. Η ευχαρίστηση γίνεται αισθητή κυρίως στη μοναξιά και την απομόνωση· η χάρη, στη συζήτηση με τους άλλους· και οι ικανότητες, στην κρίση και την διεκπεραίωση των υποθέσεων. Διότι άνθρωποι που οι γνώσεις τους προέρχονται μόνον από την πείρα, μπορούν να είναι καλά εκτελεστικά όργανα, και ίσως ικανοί να κρίνουν τα επιμέρους, ένα ένα· αλλά η συνολική καθοδήγηση, και τα σχέδια και ο συντονισμός των υποθέσεων είναι καλύτερα να αναλαμβάνονται από εκείνους που είναι μορφωμένοι. 

Να ξοδεύεις πάρα πολύ χρόνο στις σπουδές είναι νωθρότητα· να τις χρησιμοποιείς επιδεικτικά είναι επιτήδευση· να κρίνεις καθ'ολοκληρία με βάση τους κανόνες τους είναι σχολαστικότητα. Οι σπουδές τελειοποιούν τη φύση, και τελειοποιούνται από την εμπειρία, διότι τα φυσικά ταλέντα είναι όπως τα φυτά, και χρειάζονται την περιποίηση της μελέτης· και οι ίδιες οι σπουδές προσφέρουν πάρα πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις, αν δεν περιορίζονται από την εμπειρία. 

Οι πρακτικοί και πανούργοι άνθρωποι περιφρονούν τις σπουδές, οι απλοί άνθρωποι τις θαυμάζουν, και οι σοφοί τις χρησιμοποιούν· διότι οι ίδιες δεν διδάσκουν τη χρήση τους· αυτή είναι μια σοφία έξω και πάνω από αυτές, που αποκτάται με την παρατήρηση. Μην διαβάζετε για να διαφωνείτε και να αντικρούετε· ούτε να πιστεύετε και να αποδέχεστε τυφλά· ούτε για να βρίσκετε υλικό για ομιλίες και συζητήσεις· αλλά για να μαθαίνετε, να σκέπτεστε και να κρίνετε. 

Μερικά βιβλία είναι για να δοκιμάζονται, άλλα για να καταπίνονται, και λίγα για να μασώνται και να αφομιώνονται· δηλαδή μερικά βιβλία είναι για να διαβάζονται μόνο αποσπασματικά· άλλα για να διαβάζονται, αλλά όχι πολύ προσεκτικά· και λίγα για να διαβάζονται ολόκληρα, και μάλιστα με επιμέλεια και προσοχή. Μερικά βιβλία μπορούν επίσης να διαβαστούν δι' αντιπροσώπου, και συνόψεις τους να γίνουν από άλλους· αλλά αυτό μόνο για τα λιγότερο σημαντικά θέματα, και τα λιγότερο καλά βιβλία· αλλιώς τα απεσταγμένα βιβλία είναι σαν τα κοινά απεσταγμένα νερά, ανούσια πράγματα. 

Το διάβασμα κάνει τον πολυμαθή· η συζήτηση των ετοιμόλογο· και η συγγραφή τον ακριβολόγο άνθρωπο. Και γι' αυτό, αν γράφει κανείς λίγο, χρειάζεται να έχει γερή μνήμη· αν συζητεί λίγο, χρειάζεται μεγάλη ετοιμότητα πνεύματος· και αν διαβάζει λίγο, χρειάζεται να διαθέτη πολλή πανουργία, ώστε να φαίνεται πως ξέρει και εκείνα που αγνοεί. Η μελέτη της ιστορίας κάνει τον άνθρωπο σοφό, η ποίηση του δίνει ευστροφία, τα μαθηματικά τον κάνουν λεπτολόγο, η φυσική φιλοσοφία βαθυστόχαστο, η ηθική σοβαρό, η λογική και η ρητορική ικανό να ανταγωνίζεται. Abeunt studia in mores¹. 

Και όχι μόνο αυτό· δεν υπάρχει φραγμός ή εμπόδιο για το νου, που να μην μπορεί να απομακρυνθεί με τις κατάλληλες σπουδές· όπως, με τον ίδιο τρόπο, για τις ασθένειες του σώματος μπορούν να υπάρχουν οι κατάλληλες θεραπείες. Έτσι αν το μυαλό του ανθρώπου δεν συγκεντρώνεται, ας μελετήσει μαθηματικά· διότι στις αποδείξεις, αν το μυαλό του αποσπαστεί έστω και λίγο, πρέπει να ξαναρχίσει από την αρχή. Αν το μυαλό του δεν έχει την τάση να διακρίνει ή να εντοπίζει τις διαφορές, ας μελετήσει τους Σχολαστικούς, διότι αυτοί είναι cymini sectores². Αν τείνει να μην είναι διεξοδικός, και, ενώ ζητεί να αποδείξει το ένα πράγμα, φέρνει παραδείγματα για ένα άλλο, ας μελετήσει τις υποθέσεις των δικηγόρων. Έτσι, κάθε ελάττωμα του νου μπορεί να έχει ένα ιδιαίτερο φάρμακο.

¹ Οι σπουδές διακρίνονται στα ήθη. Οβίδιος, Ηρωίδες, ΧV.83
² Ικανοί να κόβουν την τρίχα στα δύο.

Francis Bacon Quotes

Από τον πολύ ενδιαφέρον ιστότοπο space and motion

  • A wise man will make more opportunities than he finds.
  • Anger makes dull men witty, but it keeps them poor.
  • As the births of living creatures are at first ill-shapen, so are all innovations, which are the births of time.
  • Beauty itself is but the sensible image of the Infinite.
  • Choose the life that is most useful, and habit will make it the most agreeable.
  • Fashion is only the attempt to realize art in living forms and social intercourse.
  • Fortitude is the marshal of thought, the armor of the will, and the fort of reason.
  • Friends are thieves of time.
  • Friendship increases in visiting friends, but in visiting them seldom.
  • He that hath knowledge spareth his words.
  • Histories make men wise; poets, witty; the mathematics, subtle; natural philosophy, deep; moral, grave; logic and rhetoric, able to contend.
  • If a man be gracious and courteous to strangers, it shows he is a citizen of the world.
  • If a man will begin with certainties, he shall end in doubts, but if he will content to begin with doubts, he shall end in certainties.
  • Imagination was given to man to compensate him for what he is not; a sense of humor to console him for what he is.
  • In order for the light to shine so brightly, the darkness must be present.
  • Knowledge is power.
  • Little do men perceive what solitude is, and how far it extendeth. For a crowd is not company, and faces are but a gallery of pictures, and talk but a tinkling cymbal, where there is no love.
  • Nature, to be commanded, must be obeyed.
  • Nothing is pleasant that is not spiced with variety.
  • Read not to contradict and confute, nor to believe and take for granted ... but to weigh and consider.
  • Science is but an image of the truth.
  • The correlative to loving our neighbours as ourselves is hating ourselves as we hate our neighbours.
  • Travel, in the younger sort, is a part of education; in the elder, a part of experience.
  • Write down the thoughts of the moment. Those that come unsought for are commonly the most valuable.
  • Young people are fitter to invent than to judge; fitter for execution than for counsel; and more fit for new projects than for settled business.
  • A bachelor's life is a fine breakfast, a flat lunch, and a miserable dinner.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

That 1 Guy


Κάτι διαφορετικό σήμερα για να σπάσουμε λίγο και την μονοτονία. Όποιος γνωρίζει αγγλικά θα ήταν καλό να ασχοληθεί λίγο και με τους στίχους που παραθέτω στο τέλος! Το βίντεο είναι διάρκειας 30' αλλά πιστέψτε με γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον. Αν παρόλα αυτά δεν έχετε τον χρόνο να το παρακολουθήσετε όλο, δέστε απλώς τα τελευταία 8,5 λεπτά. Από το 21:15 ως το 25:00 είναι το τραγούδι με τίτλο Buttmachine απ'όπου και οι στίχοι που παραθέτω, πραγματική τροφή για σκέψη...


Also known as Michael Silverman, That 1 Guy is a Berkeley, Calif.-based, classically trained string bassist. After performing with some of the nation's top progressive jazz ensembles throughout the 1990s, Silverman created an instrument out of wire and iron pipes that could serve his ever-expanding musical techniques. Think "gutbucket" bass with a lot more firepower. The result is an astonishing solo act. That 1 Guy's influences include Captain Beefheart, Frank Zappa, Dr. Seuss, Rube Goldberg and Stanley Kubrick.

Για περισσότερες πληροφορίες: wikipedia, official website, my space ,συνέντευξη.   




Just 'cause it's cracked
doesn't mean that it's broke
just 'cause it's a butt
doesn't mean it's a joke

With a heart like an apple
butt hard like a stone
stuck in the mud
'cause it stuck to the bone

...and this is how it starts
and this is what it seems
and this is who we are
and this is what will be

The future is planned
and now comes to pass
artificial man
artificial...

End of the line
look at the time
time ticking
and tell me
that you think it's clean

Where there's a way
there is a lie
everybody
we trusted
not to be
so mean

What we discussed
was so disgusting
filling it up
and busting
at the seams

Putting the peas
out with the pies
everybody combusting
but the buttmachine

Cracked like a bell
but don't mean that it rings
and just 'cause it's shiny
doesn't mean that it's clean

The movement is over
the flush has begun
and just 'cause it's ugly
doesn't mean it's no fun

...and just because we can
it don't mean
that we should
and just 'cause
it's modern
don't mean
it smells good

Function over form
fiction over pain
and just because
it's chrome
don't mean
it won't stain

Single the word
double the talk talk
triple the babble
to tell me
what they say

Jingle the bell
held up in heck well
only the funny one
kinda knows
the way

Putting the peas
out with the pies
everybody combusting
butt the butt
it seems

End of the days
end so abrupt
everybody corrupted
but the buttmachine

Buttmachine...Buttmachine
Buttmachine...Buttmachine
Buttmachine...Buttmachine
Buttmachine...Buttmachine

Buttmachine
...just like I told ya
sold your soul
...they sold it for ya
hold your own
...don't let them scold ya
hold your nose
...they'll blow it for ya

Half of the work
all of the class
can you show us
the reason
that it works
this well

Give it a jerk
spilling the gas
and I betcha
it's silent
but it just might smell

Half of the will
some of the time
all of the reasons
we left it
in the kitchen sink

Shining it up
another butt
more than half
of the battle
is that it
just might stink

Quick and the fast
gelatinous mass
so soft was the goo
and so we
poked right through it

Tree in the woods
making a sound
no one around
and so we
just say screw it

End of the line
look at the time
time ticking
and tell me
that you think
it's clean

Follow your nose
and get the joke
now that nobody's laughing
but the buttmachine...

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Περί πολιτικής


"Γίνε εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο"

Άρωμα εκλογών λοιπόν, και σκεφτόμουν ότι ένας πολιτικός πρέπει να πει ότι έχει λύσεις και να δώσει υποσχέσεις αλλιώς ούτε ο ίδιος δεν θα ψήφιζε τον εαυτό του.  Βέβαια, τώρα τελευταία, έχει γίνει της μόδας και ο φόβος, ως πολύτιμο εργαλείο στα χέρια του. Μια φιλοδοξία έχει και όνειρα για δύναμη και εξουσία. Η ζήλεια, η κτητικότητα και ο φθόνος είναι η κινητήριος δύναμη του. Αυτό είναι ο πολιτικός φιλαράκο μου. Μεγάλωσε σε μία κοινωνία που θεωρεί την δύναμη και την φιλοδοξία αρετές και το μόνο που μπορεί να σκεφτεί για να δείξει ότι είναι καλύτερος από τους άλλους είναι να αποκτήσει περισσότερη δύναμη από αυτούς. Ποταπά τα κίνητρα, επομένως μπάχαλο και η διαχείρηση. Αυτός είναι ο πολιτικός λαμόγιο. Ευτυχώς που στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιους.

Αλλά και αυτούς τους τίμιους που έχουμε και που πιστεύουν ειλικρινά ότι έχουν αυτές τις λύσεις, δεν πρέπει να τους ψηφίσεις. Και ξέρεις γιατί; Γιατί πίστεψε ότι μέσα σε 10 εκατομμύρια έλληνες αυτός είναι ο κατάλληλος γιαυτή την δουλειά. Εγώ πάντως ένα μουσακά βάζω να φτιάξω και ανοίγω οδηγό μαγειρικής. Και πάλι τρέμω μήπως και κάνω κανένα λάθος. Όμως αυτός είναι σίγουρος ότι θα καταφέρει να δώσει λύσεις. Ξέρεις γιατί; Γιατί είναι άνθρωπος της δράσης. Ξέρει τι είναι καλό για τον λαό. Ναι τεμπελόσκυλο εργάτη, δεν ξέρεις εσύ τι είναι δράση. Εσύ είσαι χωμένος μέσα στα προβλήματα της ζωής και δεν έχεις χρόνο για τέτοια πράγματα. Και εσύ ονειροπόλε φιλόσοφε,  μπορεί να ευχαριστιέσαι σκεπτόμενος στο κάστρο σου, αλλά εμείς οι τίμιοι πολιτικοί δεν έχουμε χρόνο για τέτοια πράγματα. Οι άμεσες ανάγκες απαιτούν άμεση δράση. Εμείς πρέπει να δράσουμε τώρα για να μπορέσουμε να δρέψουμε τους καρπούς των κόπων μας στο μέλλον. Θα πάρουμε μέτρα, θα δράσουμε, θα πατάξουμε (έχετε προσέξει πως δουλεύουν το ενεργητικό ρήμα;) ...για το καλό σου! Αυτό που σου λένε είναι στην ουσία ότι δεν μετέχουν στα της ζωής, ούτε προλαβαίνουν να εμβαθύνουν στις συνέπειες των πράξεων τους, γιατί απαιτούνται λύσεις τώρα.   Ξεχνούν όμως ότι η δράση είναι συνυφασμένη με την ζωή, δράση είναι η καθημερινή ζωή με τις σκέψεις της και τις δραστηριότητες της. Και σηκώνουν τα μανίκια και πιάνουν δουλειά χωρίς διερεύνηση αλλά πεπεισμένοι ότι το υπάρχον ή το μελλοντικό σύστημα θα μας προσφέρει ασφάλεια, βεβαιότητα, παρηγοριά, επιτυχία... Όμως μελλοντική επιτυχία ίσον φιλοδοξία και αυτό σημαίνει κάτι που γίνεται χωρίς αγάπη. Άρα αυτή η μεγαλόστομη δράση γίνεται χωρίς αγάπη και γιαυτό δεν έχει ούτε νόημα, ούτε αποτέλεσμα.
Και ύστερα αυτό το μελλοντικό καλό που ώσπου να γίνει θα χρειάζεται ένα σωρό μεταρρυθμίσεις και αλλαγές νομοθεσίας για να το προσαρμόσουμε στα νέα δεδομένα; Η μεταρρύθμιση δημιουργεί μόνο την ανάγκη για περισσότερη μεταρρύθμιση. Είναι ένα "μπάλωμα" που δεν βελτιώνει την κατάσταση σου στο παρόν αλλά στοχεύει το μέλλον. Γιαυτό σου λέω εύπιστε αναγνώστη, είναι βλάκες. Δέσμιοι είτε των επιθυμιών τους, είτε ιδεολογιών. 

Εξάλλου αυτός και οι ανταγωνιστές του μας λένε το ίδιο πράγμα, ότι δηλαδή θέλουν το καλό μας. Με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Με διαφορετική ιδεολογία. Που οδηγεί στον κατακερματισμό της κοινωνίας με όλες αυτές τις ιδεολογίες. Γιατί με την οποιαδήποτε οργάνωση δεν μπορεί να επιτευχθεί ομόνοια. Μόνο διχασμός και μίσος. Όπως ακριβώς με τις θρησκείες. Δεν έχω κανένα πρόβλημα ούτε με τις ιδεολογίες, ούτε με τις θρησκείες, αντιθέτως μελετώ όσες μπορώ. Έχω όμως πρόβλημα με την οργάνωση τους. Τα αποτελέσματα της οργάνωσης τους, πάντα για λόγους δύναμης, είναι φανερά σε όποιον μπορεί να χρησιμοποιήσει την λογική του. 

Η εκπαίδευση μας που άρχισε από την οικογένεια τον περίγυρο μας και το σχολείο όταν ήμασταν παιδιά, συνεχίζεται από τις εφημερίδες και την τηλεόραση που ως επί το πλείστον είναι αφιερωμένες στην πολιτική. Αυτό, σε συνδιασμό με τα αποτελέσματα της οργάνωσης , εξηγεί την έξαψη που μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί στα μάτια, στις φωνές και στη γλώσσα του σώματος των ανθρώπων που μετέχουν σε πολιτική συζήτηση. Και οι περισσότεροι δεν έχουν καν την συναίσθηση αυτής της αλλαγής στους τρόπους τους. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί; Είναι ίσως γιατί αυτή η έξαψη μας δίνει μια ζωντάνια, όπως ακριβώς το ποτό, το σεξ, η βία κτλ. Είμαστε κενοί και θεωρούμε ζωή οτιδήποτε μας δημιουργεί έξαψη...


Αλήθεια, έχεις αναρωτηθεί αν μπορεί κάποιος να ξέρει τι είναι καλό για τον κόσμο; Το παίρνουμε όμως σαν δεδομένο. Ξεκινάμε με συμπεράσματα και αυτό σταματάει την σκέψη. Η απερισκεψία αυτών των συμπερασμάτων φέρνει την εκμετάλλευση του ανθρώπου. Ότι είναι πραγματικά καλό δεν δημιουργεί ανταγωνισμό. Καλό είναι το ελεύθερο από επιρροές, εξαναγκασμούς ή βολικότητες. Αυτοί όμως το μόνο που δημιουργούν είναι σύγχιση, ανταγωνισμό, φόβο και αθλιότητα.
Ένας οπαδός κόμματος, ιδεολογίας ή πολιτικού ηγέτη είναι σκλάβος. Εξαρτάται από την πείρα ή την γνώση κάποιου άλλου. Καταλαβαίνω ότι οι πιο ευαίσθητοι από εμάς αισθάνονται ένα αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνική δυστυχία. Ανήμποροι να αντι-δράσουμε, ακολουθούμε κάποια "ισχυρό" όνομα (Καρανδρέου - Παπαμανλής) ή έστω μια ιδεολογία για να μας καθοδηγήσει. Μια ενέργεια όμως που βασίζεται στην αυθεντία κάποιου είναι απλά απερίσκεπτη δράση.
Πολιτική¹ είναι η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης, δηλαδή της οργάνωσης, της διεύθυνσης και της διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών. Ενώ κοινωνία² είναι ένα σύνολο ανθρώπων που ζουν ομαδικά σύμφωνα με κανόνες και νόμους που συγκροτούν ένα πλέγμα οργανωμένων ανθρώπινων σχέσεων.  Από αυτούς τους ορισμούς γίνεται φανερό ότι το κοινωνικό πρότυπο κατασκευάζεται από τον άνθρωπο και δεν είναι ανεξάρτητο από αυτόν. Επιπλέον η πολιτική δεν είναι παρά μιά αλλαγή μέσα σε αυτό το πρότυπο , οπότε δεν είναι αλλαγή αλλά τροποποίηση.  Και αυτό  δεν είναι παρά ένας φαύλος κύκλος που οδηγεί από τροποποίηση σε τροποποίηση. Για την αλλαγή της κοινωνίας πρέπει να αποσπαστούμε απ'αυτήν ως προς αυτά που αυτή πρεσβεύει: φιλοδοξία, ζήλεια, δύναμη, ευκολία, βόλεψη, ταχύτητα κτλ. Πρέπει να αμφισβητήσουμε, αυθεντίες, παραδόσεις, συστήματα και συμπεράσματα. 
"Αυτό που χρειάζεται είναι μια επανάσταση στον τρόπο που σκέφτεται ο άνθρωπος με τον νου και την καρδιά"³.

Θεωρήστε το παραπάνω κείμενο ως την ψήφο μου για τις επικείμενες εκλογές...


³ Το μεγαλύτερο μέρος της ανάρτησης είναι ότι μπόρεσα να κατανοήσω από μερικές συζητήσεις που διάβασα στο βιβλίο: Στοχασμοί πάνω στη ζωή μας Σειρά Γ' του Κρισναμούρτι.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

What the Internet is doing to our brains

Σε μια συζήτηση τις προάλλες στο ιστολόγιο του πρτφ, κάποιος από τους σχολιαστές (ClouD) πέταξε ένα σύνδεσμο που αποδείχτηκε πραγματική τροφή για σκέψη. Δυστυχώς το κείμενο είναι στα αγγλικά και αρκετά μεγάλο για να το μεταφράσω. Για τους αγγλομαθείς, που διαθέτουν υπομονή και όρεξη για σκέψη, το παραθέτω αυτούσιο:

What the Internet is doing to our brains

Is Google Making Us Stupid?



"Dave, stop. Stop, will you? Stop, Dave. Will you stop, Dave?” So the supercomputer HAL pleads with the implacable astronaut Dave Bowman in a famous and weirdly poignant scene toward the end of Stanley Kubrick’s 2001: A Space Odyssey. Bowman, having nearly been sent to a deep-space death by the malfunctioning machine, is calmly, coldly disconnecting the memory circuits that control its artificial “ brain. “Dave, my mind is going,” HAL says, forlornly. “I can feel it. I can feel it.”
I can feel it, too. Over the past few years I’ve had an uncomfortable sense that someone, or something, has been tinkering with my brain, remapping the neural circuitry, reprogramming the memory. My mind isn’t going—so far as I can tell—but it’s changing. I’m not thinking the way I used to think. I can feel it most strongly when I’m reading. Immersing myself in a book or a lengthy article used to be easy. My mind would get caught up in the narrative or the turns of the argument, and I’d spend hours strolling through long stretches of prose. That’s rarely the case anymore. Now my concentration often starts to drift after two or three pages. I get fidgety, lose the thread, begin looking for something else to do. I feel as if I’m always dragging my wayward brain back to the text. The deep reading that used to come naturally has become a struggle.
I think I know what’s going on. For more than a decade now, I’ve been spending a lot of time online, searching and surfing and sometimes adding to the great databases of the Internet. The Web has been a godsend to me as a writer. Research that once required days in the stacks or periodical rooms of libraries can now be done in minutes. A few Google searches, some quick clicks on hyperlinks, and I’ve got the telltale fact or pithy quote I was after. Even when I’m not working, I’m as likely as not to be foraging in the Web’s info-thickets’reading and writing e-mails, scanning headlines and blog posts, watching videos and listening to podcasts, or just tripping from link to link to link. (Unlike footnotes, to which they’re sometimes likened, hyperlinks don’t merely point to related works; they propel you toward them.)
For me, as for others, the Net is becoming a universal medium, the conduit for most of the information that flows through my eyes and ears and into my mind. The advantages of having immediate access to such an incredibly rich store of information are many, and they’ve been widely described and duly applauded. “The perfect recall of silicon memory,” Wired’s Clive Thompson has written, “can be an enormous boon to thinking.” But that boon comes at a price. As the media theorist Marshall McLuhan pointed out in the 1960s, media are not just passive channels of information. They supply the stuff of thought, but they also shape the process of thought. And what the Net seems to be doing is chipping away my capacity for concentration and contemplation. My mind now expects to take in information the way the Net distributes it: in a swiftly moving stream of particles. Once I was a scuba diver in the sea of words. Now I zip along the surface like a guy on a Jet Ski.
I’m not the only one. When I mention my troubles with reading to friends and acquaintances—literary types, most of them—many say they’re having similar experiences. The more they use the Web, the more they have to fight to stay focused on long pieces of writing. Some of the bloggers I follow have also begun mentioning the phenomenon. Scott Karp, who writes a blog about online media, recently confessed that he has stopped reading books altogether. “I was a lit major in college, and used to be [a] voracious book reader,” he wrote. “What happened?” He speculates on the answer: “What if I do all my reading on the web not so much because the way I read has changed, i.e. I’m just seeking convenience, but because the way I THINK has changed?”
Bruce Friedman, who blogs regularly about the use of computers in medicine, also has described how the Internet has altered his mental habits. “I now have almost totally lost the ability to read and absorb a longish article on the web or in print,” he wrote earlier this year. A pathologist who has long been on the faculty of the University of Michigan Medical School, Friedman elaborated on his comment in a telephone conversation with me. His thinking, he said, has taken on a “staccato” quality, reflecting the way he quickly scans short passages of text from many sources online. “I can’t read War and Peace  anymore,” he admitted. “I’ve lost the ability to do that. Even a blog post of more than three or four paragraphs is too much to absorb. I skim it.”
Anecdotes alone don’t prove much. And we still await the long-term neurological and psychological experiments that will provide a definitive picture of how Internet use affects cognition. But a recently published study of online research habits , conducted by scholars from University College London, suggests that we may well be in the midst of a sea change in the way we read and think. As part of the five-year research program, the scholars examined computer logs documenting the behavior of visitors to two popular research sites, one operated by the British Library and one by a U.K. educational consortium, that provide access to journal articles, e-books, and other sources of written information. They found that people using the sites exhibited “a form of skimming activity,” hopping from one source to another and rarely returning to any source they’d already visited. They typically read no more than one or two pages of an article or book before they would “bounce” out to another site. Sometimes they’d save a long article, but there’s no evidence that they ever went back and actually read it. The authors of the study report:
It is clear that users are not reading online in the traditional sense; indeed there are signs that new forms of “reading” are emerging as users “power browse” horizontally through titles, contents pages and abstracts going for quick wins. It almost seems that they go online to avoid reading in the traditional sense.
Thanks to the ubiquity of text on the Internet, not to mention the popularity of text-messaging on cell phones, we may well be reading more today than we did in the 1970s or 1980s, when television was our medium of choice. But it’s a different kind of reading, and behind it lies a different kind of thinking—perhaps even a new sense of the self. “We are not only what we read,” says Maryanne Wolf, a developmental psychologist at Tufts University and the author of Proust and the Squid: The Story and Science of the Reading Brain. “We are how we read.” Wolf worries that the style of reading promoted by the Net, a style that puts “efficiency” and “immediacy” above all else, may be weakening our capacity for the kind of deep reading that emerged when an earlier technology, the printing press, made long and complex works of prose commonplace. When we read online, she says, we tend to become “mere decoders of information.” Our ability to interpret text, to make the rich mental connections that form when we read deeply and without distraction, remains largely disengaged.
Reading, explains Wolf, is not an instinctive skill for human beings. It’s not etched into our genes the way speech is. We have to teach our minds how to translate the symbolic characters we see into the language we understand. And the media or other technologies we use in learning and practicing the craft of reading play an important part in shaping the neural circuits inside our brains. Experiments demonstrate that readers of ideograms, such as the Chinese, develop a mental circuitry for reading that is very different from the circuitry found in those of us whose written language employs an alphabet. The variations extend across many regions of the brain, including those that govern such essential cognitive functions as memory and the interpretation of visual and auditory stimuli. We can expect as well that the circuits woven by our use of the Net will be different from those woven by our reading of books and other printed works.
Sometime in 1882, Friedrich Nietzsche bought a typewriter—a Malling-Hansen Writing Ball, to be precise. His vision was failing, and keeping his eyes focused on a page had become exhausting and painful, often bringing on crushing headaches. He had been forced to curtail his writing, and he feared that he would soon have to give it up. The typewriter rescued him, at least for a time. Once he had mastered touch-typing, he was able to write with his eyes closed, using only the tips of his fingers. Words could once again flow from his mind to the page.
But the machine had a subtler effect on his work. One of Nietzsche’s friends, a composer, noticed a change in the style of his writing. His already terse prose had become even tighter, more telegraphic. “Perhaps you will through this instrument even take to a new idiom,” the friend wrote in a letter, noting that, in his own work, his “‘thoughts’ in music and language often depend on the quality of pen and paper.”
“You are right,” Nietzsche replied, “our writing equipment takes part in the forming of our thoughts.” Under the sway of the machine, writes the German media scholar Friedrich A. Kittler , Nietzsche’s prose “changed from arguments to aphorisms, from thoughts to puns, from rhetoric to telegram style.”
The human brain is almost infinitely malleable. People used to think that our mental meshwork, the dense connections formed among the 100 billion or so neurons inside our skulls, was largely fixed by the time we reached adulthood. But brain researchers have discovered that that’s not the case. James Olds, a professor of neuroscience who directs the Krasnow Institute for Advanced Study at George Mason University, says that even the adult mind “is very plastic.” Nerve cells routinely break old connections and form new ones. “The brain,” according to Olds, “has the ability to reprogram itself on the fly, altering the way it functions.”
As we use what the sociologist Daniel Bell has called our “intellectual technologies”—the tools that extend our mental rather than our physical capacities—we inevitably begin to take on the qualities of those technologies. The mechanical clock, which came into common use in the 14th century, provides a compelling example. In Technics and Civilization, the historian and cultural critic Lewis Mumford  described how the clock “disassociated time from human events and helped create the belief in an independent world of mathematically measurable sequences.” The “abstract framework of divided time” became “the point of reference for both action and thought.”
The clock’s methodical ticking helped bring into being the scientific mind and the scientific man. But it also took something away. As the late MIT computer scientist Joseph Weizenbaum  observed in his 1976 book, Computer Power and Human Reason: From Judgment to Calculation, the conception of the world that emerged from the widespread use of timekeeping instruments “remains an impoverished version of the older one, for it rests on a rejection of those direct experiences that formed the basis for, and indeed constituted, the old reality.” In deciding when to eat, to work, to sleep, to rise, we stopped listening to our senses and started obeying the clock.
The process of adapting to new intellectual technologies is reflected in the changing metaphors we use to explain ourselves to ourselves. When the mechanical clock arrived, people began thinking of their brains as operating “like clockwork.” Today, in the age of software, we have come to think of them as operating “like computers.” But the changes, neuroscience tells us, go much deeper than metaphor. Thanks to our brain’s plasticity, the adaptation occurs also at a biological level.
The Internet promises to have particularly far-reaching effects on cognition. In a paper published in 1936, the British mathematician Alan Turing  proved that a digital computer, which at the time existed only as a theoretical machine, could be programmed to perform the function of any other information-processing device. And that’s what we’re seeing today. The Internet, an immeasurably powerful computing system, is subsuming most of our other intellectual technologies. It’s becoming our map and our clock, our printing press and our typewriter, our calculator and our telephone, and our radio and TV.
When the Net absorbs a medium, that medium is re-created in the Net’s image. It injects the medium’s content with hyperlinks, blinking ads, and other digital gewgaws, and it surrounds the content with the content of all the other media it has absorbed. A new e-mail message, for instance, may announce its arrival as we’re glancing over the latest headlines at a newspaper’s site. The result is to scatter our attention and diffuse our concentration.
The Net’s influence doesn’t end at the edges of a computer screen, either. As people’s minds become attuned to the crazy quilt of Internet media, traditional media have to adapt to the audience’s new expectations. Television programs add text crawls and pop-up ads, and magazines and newspapers shorten their articles, introduce capsule summaries, and crowd their pages with easy-to-browse info-snippets. When, in March of this year, TheNew York Times decided to devote the second and third pages of every edition to article abstracts , its design director, Tom Bodkin, explained that the “shortcuts” would give harried readers a quick “taste” of the day’s news, sparing them the “less efficient” method of actually turning the pages and reading the articles. Old media have little choice but to play by the new-media rules.
Never has a communications system played so many roles in our lives—or exerted such broad influence over our thoughts—as the Internet does today. Yet, for all that’s been written about the Net, there’s been little consideration of how, exactly, it’s reprogramming us. The Net’s intellectual ethic remains obscure.
About the same time that Nietzsche started using his typewriter, an earnest young man named Frederick Winslow Taylor  carried a stopwatch into the Midvale Steel plant in Philadelphia and began a historic series of experiments aimed at improving the efficiency of the plant’s machinists. With the approval of Midvale’s owners, he recruited a group of factory hands, set them to work on various metalworking machines, and recorded and timed their every movement as well as the operations of the machines. By breaking down every job into a sequence of small, discrete steps and then testing different ways of performing each one, Taylor created a set of precise instructions—an “algorithm,” we might say today—for how each worker should work. Midvale’s employees grumbled about the strict new regime, claiming that it turned them into little more than automatons, but the factory’s productivity soared.
More than a hundred years after the invention of the steam engine, the Industrial Revolution had at last found its philosophy and its philosopher. Taylor’s tight industrial choreography—his “system,” as he liked to call it—was embraced by manufacturers throughout the country and, in time, around the world. Seeking maximum speed, maximum efficiency, and maximum output, factory owners used time-and-motion studies to organize their work and configure the jobs of their workers. The goal, as Taylor defined it in his celebrated 1911 treatise, The Principles of Scientific Management, was to identify and adopt, for every job, the “one best method” of work and thereby to effect “the gradual substitution of science for rule of thumb throughout the mechanic arts.” Once his system was applied to all acts of manual labor, Taylor assured his followers, it would bring about a restructuring not only of industry but of society, creating a utopia of perfect efficiency. “In the past the man has been first,” he declared; “in the future the system must be first.”
Taylor’s system is still very much with us; it remains the ethic of industrial manufacturing. And now, thanks to the growing power that computer engineers and software coders wield over our intellectual lives, Taylor’s ethic is beginning to govern the realm of the mind as well. The Internet is a machine designed for the efficient and automated collection, transmission, and manipulation of information, and its legions of programmers are intent on finding the “one best method”—the perfect algorithm—to carry out every mental movement of what we’ve come to describe as “knowledge work.”
Google’s headquarters, in Mountain View, California—the Googleplex—is the Internet’s high church, and the religion practiced inside its walls is Taylorism. Google, says its chief executive, Eric Schmidt, is “a company that’s founded around the science of measurement,” and it is striving to “systematize everything” it does. Drawing on the terabytes of behavioral data it collects through its search engine and other sites, it carries out thousands of experiments a day, according to the Harvard Business Review, and it uses the results to refine the algorithms that increasingly control how people find information and extract meaning from it. What Taylor did for the work of the hand, Google is doing for the work of the mind.
The company has declared that its mission is “to organize the world’s information and make it universally accessible and useful.” It seeks to develop “the perfect search engine,” which it defines as something that “understands exactly what you mean and gives you back exactly what you want.” In Google’s view, information is a kind of commodity, a utilitarian resource that can be mined and processed with industrial efficiency. The more pieces of information we can “access” and the faster we can extract their gist, the more productive we become as thinkers.
Where does it end? Sergey Brin and Larry Page, the gifted young men who founded Google while pursuing doctoral degrees in computer science at Stanford, speak frequently of their desire to turn their search engine into an artificial intelligence, a HAL-like machine that might be connected directly to our brains. “The ultimate search engine is something as smart as people—or smarter,” Page said in a speech a few years back. “For us, working on search is a way to work on artificial intelligence.” In a 2004 interview with Newsweek, Brin said, “Certainly if you had all the world’s information directly attached to your brain, or an artificial brain that was smarter than your brain, you’d be better off.” Last year, Page told a convention of scientists that Google is “really trying to build artificial intelligence and to do it on a large scale.”
Such an ambition is a natural one, even an admirable one, for a pair of math whizzes with vast quantities of cash at their disposal and a small army of computer scientists in their employ. A fundamentally scientific enterprise, Google is motivated by a desire to use technology, in Eric Schmidt’s words, “to solve problems that have never been solved before,” and artificial intelligence is the hardest problem out there. Why wouldn’t Brin and Page want to be the ones to crack it?
Still, their easy assumption that we’d all “be better off” if our brains were supplemented, or even replaced, by an artificial intelligence is unsettling. It suggests a belief that intelligence is the output of a mechanical process, a series of discrete steps that can be isolated, measured, and optimized. In Google’s world, the world we enter when we go online, there’s little place for the fuzziness of contemplation. Ambiguity is not an opening for insight but a bug to be fixed. The human brain is just an outdated computer that needs a faster processor and a bigger hard drive.
The idea that our minds should operate as high-speed data-processing machines is not only built into the workings of the Internet, it is the network’s reigning business model as well. The faster we surf across the Web—the more links we click and pages we view—the more opportunities Google and other companies gain to collect information about us and to feed us advertisements. Most of the proprietors of the commercial Internet have a financial stake in collecting the crumbs of data we leave behind as we flit from link to link—the more crumbs, the better. The last thing these companies want is to encourage leisurely reading or slow, concentrated thought. It’s in their economic interest to drive us to distraction.
Maybe I’m just a worrywart. Just as there’s a tendency to glorify technological progress, there’s a countertendency to expect the worst of every new tool or machine. In Plato’s Phaedrus, Socrates bemoaned the development of writing. He feared that, as people came to rely on the written word as a substitute for the knowledge they used to carry inside their heads, they would, in the words of one of the dialogue’s characters, “cease to exercise their memory and become forgetful.” And because they would be able to “receive a quantity of information without proper instruction,” they would “be thought very knowledgeable when they are for the most part quite ignorant.” They would be “filled with the conceit of wisdom instead of real wisdom.” Socrates wasn’t wrong—the new technology did often have the effects he feared—but he was shortsighted. He couldn’t foresee the many ways that writing and reading would serve to spread information, spur fresh ideas, and expand human knowledge (if not wisdom).
The arrival of Gutenberg’s printing press, in the 15th century, set off another round of teeth gnashing. The Italian humanist Hieronimo Squarciafico worried that the easy availability of books would lead to intellectual laziness, making men “less studious” and weakening their minds. Others argued that cheaply printed books and broadsheets would undermine religious authority, demean the work of scholars and scribes, and spread sedition and debauchery. As New York University professor Clay Shirky notes, “Most of the arguments made against the printing press were correct, even prescient.” But, again, the doomsayers were unable to imagine the myriad blessings that the printed word would deliver.
So, yes, you should be skeptical of my skepticism. Perhaps those who dismiss critics of the Internet as Luddites or nostalgists will be proved correct, and from our hyperactive, data-stoked minds will spring a golden age of intellectual discovery and universal wisdom. Then again, the Net isn’t the alphabet, and although it may replace the printing press, it produces something altogether different. The kind of deep reading that a sequence of printed pages promotes is valuable not just for the knowledge we acquire from the author’s words but for the intellectual vibrations those words set off within our own minds. In the quiet spaces opened up by the sustained, undistracted reading of a book, or by any other act of contemplation, for that matter, we make our own associations, draw our own inferences and analogies, foster our own ideas. Deep reading, as Maryanne Wolf argues, is indistinguishable from deep thinking.
If we lose those quiet spaces, or fill them up with “content,” we will sacrifice something important not only in our selves but in our culture. In a recent essay, the playwright Richard Foreman  eloquently described what’s at stake:
I come from a tradition of Western culture, in which the ideal (my ideal) was the complex, dense and “cathedral-like” structure of the highly educated and articulate personality—a man or woman who carried inside themselves a personally constructed and unique version of the entire heritage of the West. [But now] I see within us all (myself included) the replacement of complex inner density with a new kind of self—evolving under the pressure of information overload and the technology of the “instantly available.”
As we are drained of our “inner repertory of dense cultural inheritance,” Foreman concluded, we risk turning into “‘pancake people’—spread wide and thin as we connect with that vast network of information accessed by the mere touch of a button.”
I’m haunted by that scene in 2001. What makes it so poignant, and so weird, is the computer’s emotional response to the disassembly of its mind: its despair as one circuit after another goes dark, its childlike pleading with the astronaut—“I can feel it. I can feel it. I’m afraid”—and its final reversion to what can only be called a state of innocence. HAL’s outpouring of feeling contrasts with the emotionlessness that characterizes the human figures in the film, who go about their business with an almost robotic efficiency. Their thoughts and actions feel scripted, as if they’re following the steps of an algorithm. In the world of 2001, people have become so machinelike that the most human character turns out to be a machine. That’s the essence of Kubrick’s dark prophecy: as we come to rely on computers to mediate our understanding of the world, it is our own intelligence that flattens into artificial intelligence.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2009

Το καρκίνωμα που ονομάζεται άνθρωπος


21st century schizoid man (King Crimson)


Δίποδο της γης
καρκινικό νόσημα
τι ώρα είναι;

Είναι η πρώτη μου προσπάθεια να γράψω ένα χάικου γιαυτό μην με κρίνετε αυστηρά. Μόλις έμαθα από την αλεπούδα πως γράφεται ένα χάικου και ακολουθώντας τις συμβουλές της αποφάσισα να δοκιμάσω και εγώ. Για ακόμα περισσότερες πληροφορίες για τα χάικου μπορείτε να δείτε εδώ.

Αν και δεν είθισται στα χάικου θα ήθελα να αποσαφηνίσω το πόνημα μου. 
Αντιγράφω ένα απόσπασμα από ένα ενδιαφέρον ιατρικό άρθρο για τον καρκίνο εδώ.
Σε πρώτο στάδιο θα πρέπει κανείς να κατανοήσει τη φύση του καρκίνου. Σε γενικές γραμμές η αποδέσμευση  των κυττάρων του οργανισμού μας από τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο (απόπτωση) έχει ως τελικό αποτέλεσμα το θανατηφόρο καρκίνο. Με απλά λόγια κάθε κύτταρο ζει μια τέλεια προγραμματισμένη «ρουτίνα», η οποία του επιβάλλει, εκτός από τον τρόπο που θα αναπτυχθεί και θα λειτουργεί, ακόμη και το πότε ακριβώς θα πεθάνει είτε το θέλει είτε όχι για ένα «μεγάλο ιδανικό» ‒ το καλό του οργανισμού μας. Έρχεται, λοιπόν, η στιγμή κατά την οποία ένα κύτταρο-αντιρρησίας υπογράφει «συμβόλαιο με το διάβολο» με σκοπό να γίνει αθάνατο και να πραγματοποιείται η κάθε του επιθυμία από... το «διάβολο»! Ως αντάλλαγμα όμως πουλάει την «ψυχή» του άτυχου ασθενούς... Στη συμφωνία αυτή και τα δυο μέρη κερδίζουν τα μέγιστα…από τη μια μεριά ο «διάβολος» κερδίζει μια ακόμη ψυχή και από την άλλη το μεν φιλόδοξο κύτταρο, όσο αντέξει ο ασθενής, παύει να υπόκειται στον έλεγχο του πολλαπλασιασμού του (αναστέλλονται ογκοκατασταλτικά γονίδια, ενεργοποιούνται πρωτοογκογονίδια)• παύει να γίνεται αντιληπτό από άλλα κύτταρα του οργανισμού (εσωτερικοποιώντας αντιγόνα και εκφράζοντας πρωτεΐνες που το κάνουν αόρατο), χάνει τον ιστικό του προσανατολισμό κι αρχίζει να κινείται αυτόνομα (αποκτά μορφολογία που επιτρέπει τη μετακίνησή του) μεταναστεύοντας μέσω της κυκλοφορίας σε ολόκληρο το σώμα.
Όπως γίνεται κατανοητό, ο καρκίνος αποτελεί ένα σύνολο κύτταρων του οργανισμού μας που απορυθμίστηκαν• έγιναν αθάνατα και πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, απορροφώντας την ενέργεια που χρειάζονται τα υπόλοιπα κύτταρά μας και πιέζοντας όργανα και ιστούς, εμποδίζουν τελικά τη λειτουργία τους γεγονός που οδηγεί στο θάνατο.
Εδώ βάζει το χέρι του ο υποφαινόμενος "ποιητής" εκ του προχείρου (ναι την ξέρω την συνέχεια) για να δημιουργήσει τις αναλογίες του. 

Αν φανταστούμε την γη σαν το σώμα και τον άνθρωπο σαν κύτταρα ενός οργάνου αυτού του σώματος, o άνθρωπος ως μέλος του σώματος έχει μια λειτουργία η οποία αποσκοπεί στο ανώτερο ιδανικό της καλής λειτουργίας του σώματος. Και είναι ανώτερο γιατί υπερισχύει του τι είναι ιδανικό για τον ίδιο τον άνθρωπο. 

Όμως έρχεται μια στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να δρα αυτοτελώς. Δημιουργεί ένα ψεύτικο εγώ που αυτομολεί από το σύνολο και έτσι δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Σκέφτεται, ότι φάμε και ότι πιούμε, μια ζωή την έχουμε κ.ο.κ. Και πολλές φορές μάλιστα θεωρεί ότι αυτό είναι και δικαίωμα του επειδή το συγχέει με την ελευθερία. Πως μπορώ να είμαι ελεύθερος όταν υπηρετώ τον "οργανισμό" σκέφτεται η πονηρή η σκέψη. Και αυτομάτως "πουλά την ψυχή του" για μια ματαιοδοξία. Αρχίζει και συμπεριφέρεται σαν αθάνατος μην ελέγχοντας τον πολλαπλασιασμό του, μη γνωρίζοντας τι κάνει και προς τα πυ βαδίζει. Λέω συμπεριφέρεται σαν αθάνατος γιατί η αθανασία ακόμα και στην περίπτωση του καρκίνου είναι μια ψευδαίσθηση. Όταν το σώμα πεθάνει, θα πεθάνουν και τα καρκινικά κύτταρα. 

Έτσι κάπως νομίζω πως ο άνθρωπος αρχίζει να συμπεριφέρεται αυτόνομα και χάνει τον προσανατολισμό του. Ζει μέσα σε πλήρη σύγχιση καταπατώντας κάθε φυσικό νόμο δημιουργώντας "μεταστάσεις" και σε άλλα όργανα του οργανισμού. Η καταστροφή της φύσης, η μόλυνση, οι ασθένειες , η αλόγιστη δόμηση, ο υπερπληθυσμός, η εξάντληση των φυσικών πόρων είναι μερικές από τις μεταστάσεις.

Σε μια παλαιότερη ανάρτηση με θέμα τον υπερπληθυσμό και την εκθετική του ανάπτυξη (τελευταίος διπλασιασμός πριν 40 χρόνια ενώ με τους τωρινούς ρυθμούς είναι θεωρητικά στα 53) είχα δανειστεί το παράδειγμα του δοκιμαστικού σωλήνα. Ο δοκιμαστικός σωλήνας αντιπροσωπεύει το "περιορισμένο περιβάλλον" δηλαδή τους περιορισμένους φυσικούς πόρους της γης. Το ξαναπαραθέτω γιατί νομίζω ότι εξηγεί σαφέστατα την ερώτηση που θέτει το χάικου:


Έχουμε ένα δοκιμαστικό σωλήνα και στις 11:00 βάζουμε ένα βακτήριο που ξέρουμε ότι διπλασιάζεται κάθε λεπτό. Στις 12:00 ο σωλήνας είναι γεμάτος. Οι ερωτήσεις που ακολουθούν είναι οι εξής:

1.
- Τι ώρα ήταν όταν ο πληθυσμός στο σωλήνα είχε φτάσει στο μισό;
- Αυτή είναι εύκολη. Ακριβώς στο 11:59. Ξέρουμε ότι διπλασιάζεται κάθε λεπτό άρα ήταν μισό ένα ολόκληρο λεπτό πριν γεμίσει.


2.
- Αν είσασταν ένα "μέσο" βακτήριο μέσα στο σωλήνα, τι ώρα θα πρωτοπαίρνατε χαμπάρι ότι ο χώρος τελειώνει;
Έχετε τις παρακάτω επιλογές: όταν ο χώρος που καταλαμβάνουν στο σωλήνα είναι 1,6%, 3,1%, 6,3%, 12,5%, 25% ή 50%;
Για την ιστορία τα παραπάνω ποσοστά αντιστοιχούν στις παρακάτω ώρες:
11:54, 11:55, 11:56, 11:57, 11:58, 11:59. Θυμηθείτε ότι σε μια ιστορία 10000 χρόνων το λεπτό της παραπάνω ιστορίας αντιστοιχεί με 167 χρόνια, ενώ ο τελευταίος μας διπλασιασμός στην γη χρειάστηκε μόλις 40 χρόνια.


3.
- Υποθέστε ότι στις 11:58 κάποια από τα βακτήρια καταλαβαίνουν ότι σε λίγο δεν θα έχουν χώρο. Έτσι κάνουν μια αποστολή για την αναζήτηση καινούργιων σωλήνων. Και ας πούμε ότι βρίσκουν τρεις! Μιλάμε για μια απίστευτη ανακάλυψη όταν όλη σου την ιστορία ήξερες ότι υπήρχε μόνο ένας.
Πόσο ακόμα μπορεί να συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός αύξησης, σαν αποτέλεσμα της ανακάλυψης των καινούργιων δοκιμαστικών σωλήνων;
-  11:59 Μισός σωλήνας γεμάτος
   12:00 Ένας σωλήνας γεμάτος
   12:01 Δύο σωλήνες γεμάτοι
   12:02 Και οι τέσσερις γνωστοί σωλήνες γεμάτοι.
Παραθέτω επίσης ένα μικρό απόσπασμα από ένα άρθρο που διάβασα στο "Ποντίκι" που νομίζω ότι βοηθάει στο να κατανοήσουμε το που περίπου βρισκόμαστε χρονικά. 
Η 23η Σεπτεμβρίου του 2008 ήταν η Ημέρα Οικολογικής Χρεοκοπίας της Γης, σύμφωνα με την οργάνωση Global Footprint Network. Ήταν δηλαδή, η ημέρα κατά την οποία η ανθρωπότητα εξάντλησε το «ετήσιο εισόδημά» της σε φυσικές πηγές. Από εδώ και εμπρός ζούμε με «δανεικά» από τις μελλοντικές γενιές! Για να κλείσει η οικολογική «τρύπα» δεν αρκεί μια οικονομική παρέμβαση σαν αυτή που έκανε η αμερικανική κυβέρνηση προκειμένου να σώσει την οικονομία της. Υπολογίζεται μάλιστα ότι ο άνθρωπος καταναλώνει τους φυσικούς πόρους με τόσο μεγάλη ταχύτητα, ώστε αν δεν αλλάξει τίποτε μέχρι το 2030, μετά από είκοσι περίπου χρόνια θα απαιτούνται δύο πλανήτες σαν τον δικό μας για να καλύψουν τις ανάγκες των κατοίκων της.
Ελπίζω να κατάφερα να κάνω πιο κατανοητό το χάικου...

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Η τρίτη μέθοδος

"Απώτερος σκοπός του ανθρώπου είναι
να φτάσει την ηθική του τελείωση
"

Μπορεί να υπάρξει μόνο μία μόνιμη επανάσταση - μιά ηθική:
Η αναγέννηση του εσωτερικού ανθρώπου."

Λέο Τολστόι


Ο σύνδεσμος αυτός έχει μεταφρασμένο στα αγγλικά ένα γράμμα - απάντηση του Τολστόι (1896) σε μία κυρία η οποία είχε ζητήσει συμβουλές ή βοήθεια όταν η Επιτροπή Λογοτεχνείας (Komitet Gramotnosti) της οποίας ήταν ενεργό μέλος έκλεισε. Το γράμμα είναι πολύ ενδιαφέρον αφού εκτός από διάφορα ιστορικά και πολιτικά στοιχεία της τότε Ρωσίας, μας δίνει την ουσία των ιδεών του Τολστόι προτείνοντας μας μια τρίτη μέθοδο που δεν έχει ακόμα τεθεί σε εφαρμογή αλλά σε αντίθεση με τις άλλες δύο που έχουν ήδη εφαρμοστεί και αποτύχει πιστεύει ακράδαντα ότι θα λύσει όλα τα προβλήματα που απορρέουν από την κακή διαχείρηση της κυβέρνησης.

Συνοπτικά σας μεταφέρω ότι οι δύο άλλες μέθοδοι που έχουν αποτύχει είναι:
  • η βία (one way is that of Stenka, Razin, Pugatchef, the Decembrists, the Revolutionary party of the years sixty, the Terrorists, of the thirteenth of March, and others) και
  • η αντίσταση μέσω των νομικών οδών προσπαθώντας να διεκδικούμε κάθε φορά λίγο-λίγο τα δικαιώματά μας.
Αφού αναλύει τους λόγους της αποτυχίας της καθεμιάς αναφέρεται στο τέλος του γράμματος στην τρίτη μέθοδο που, κατά την ταπεινή μου άποψη, αξίζει να διαβαστεί και να κατανοηθεί καλά από τον καθένα μας. Ακολουθεί η μετάφραση στα ελληνικά και το συγκεκριμένο απόσπασμα στα αγγλικά.
...
Έτσι αυτές οι δύο μέθοδοι αντίστασης στην κυβέρνηση έχουν δοκιμαστεί, και οι δύο χωρίς επιτυχία, και τώρα μένει μία τρίτη και τελευταία μέθοδος, μία που δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί, αλλά η οποία νομίζω, δεν μπορεί παρά να είναι επιτυχής. Εν συντομία, αυτή είναι η εξής: όλοι οι φωτισμένοι και ειλικρινείς άνθρωποι θα έπρεπε να προσπαθούν να είναι όσο καλοί όσο μπορούν, και ούτε καν σε όλες τις απόψεις, αλλά μόνο σε μία, στο να παρατηρούν μία από τις στοιχειώδεις αρετές - να είναι ειλικρινείς, και να μην ψεύδονται, αλλά να ενεργούν και να μιλάνε έτσι ώστε τα κίνητρα τους να είναι κατανοητά σ' ένα επτάχρονο παιδί. Να ενεργείτε έτσι ώστε το παιδί σας να μην μπορεί να πει: "Γιατί πατέρα, είπες έτσι και έτσι, και τώρα λες και κάνεις αλλιώς;". Αυτή η μέθοδος μοιάζει πολύ αδύναμη και όμως είμαι πεπεισμένος, ότι αυτή και μόνο είναι η μέθοδος που έκανε την ανθρωπότητα να προχωρήσει από τότε που το είδος μας ξεκίνησε. Μόνο επειδή υπήρχαν τίμιοι, ειλικρινείς και γενναίοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έκαναν συμβιβασμούς που να υποτίμούσαν την αξιοπρέπεια τους σαν ανθρώπους, είχαν όλες αυτές οι προσδοφόρες επαναστάσεις επιτύχει από τις οποίες τώρα η ανθρωπότητα έχει το πλεονέκτημα της κατάργησης των βασανιστηρίων και της δουλείας ως την ελευθερία του λόγου και της συνείδησης. Ούτε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί αυτό που απαιτεί η συνείδηση (το ύψιστο προαίσθημα που κατέχει ο άνθρωπος της αλήθειας που του είναι προσβάσιμη), είναι πάντα και από όλες τις απόψεις, η πιο ευδόκιμη και πιο απαραίτητη δραστηριότητα για την ανθρωπότητα. Μόνο ένας άνθρωπος που ζει σύμφωνα με την συνείδηση του μπορεί να επηρρεάσει ανθρώπους, και μόνο δραστηριότητα σε συμφωνία με την συνείδηση κάποιου μπορεί να είναι χρήσιμη.

Αλλά πρέπει να εξηγήσω την άποψη μου. Το να λέω ότι ο πιο τελεσφόρος τρόπος για την επίτευξη των σκοπών για τους οποίους αγωνίζονται οι επαναστάτες και οι φιλελεύθεροι, είναι με δραστηριότητα σε συμφωνία με την συνείδησή τους, δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι μπορούν να αρχίσουν να ζουν συνειδητά με σκοπό να να επιτύχουν αυτά για τα οποία αγωνίζονται. Το να ξεκινήσεις να ζεις συνειδητά ώστε να πετύχεις αυτούς τους σκοπούς είναι αδύνατο.

Το να ζεις σύμφωνα με την συνείδηση σου είναι πιθανό μόνο σαν αποτέλεσμα σταθερών και σαφών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το κερδοφόρο αποτέλεσμα αυτών στην εξωτερική ζωή μας θα ακολουθήσει αναπόφευκτα. Συνεπώς, η ουσία του τι ήθελα να να σας πω είναι το εξής: ότι είναι χωρίς κέρδος για τους καλούς και ειλικρινείς ανθρώπους να σπαταλούν τις δυνάμεις του μυαλού τους και της ψυχής τους για να επιτύχουν μικρούς πρακτικούς σκοπούς. πχ. στους διάφορους αγώνες των εθνικοτήτων, ή κομμάτων, ή φιλελεύθερων, όταν δεν έχουν αγγίξει μια σαφή και σταθερή θρησκευτική αντίληψη δηλαδή μια συνείδηση του νοήματος και του σκοπού της ζωής τους. Νομίζω ότι όλες οι δυνάμεις της ψυχής και του πνεύματος των καλών ανθρώπων, που επιθυμούν να εξυπηρετήσουν τους συνανθρώπους τους, θα πρέπει να κατευθυνθούν προς αυτόν τον σκοπό. Όταν αυτός επιτευχθεί, όλα τα άλλα θα πραγματοποιηθούν επίσης.


...
So that two methods of opposing the government have been tried, both
unsuccessfully, and it now remains to try a third and a last method, one not
yet tried, but one which, I think, cannot but be successful. Briefly, that
means this: that all enlightened and honest people should try to be as good
as they can, and not even good in all respects, but only in one; namely, in
observing one of the most elementary virtues — to be honest, and not to
lie, but to act and speak so that your motives should be intelligible to an
affectionate seven-​year old-​boy; to act so that your boy should not say,
“But why, papa, did you say so-​and-​so, and now you do and say something
quite different?” This method seems very weak, and yet I am convinced
that it is this method, and this method only, that has moved humanity since
the race began. Only because there were straight men, truthful and
courageous, who made no concessions that infringed their dignity as men, have
all those beneficent revolutions been accomplished of which mankind now have
the advantage, from the abolition of torture and slavery up to liberty of
speech and of conscience. Nor can this be otherwise, for what conscience (the
highest forefeeling man possesses of the truth accessible to him) demands, is
always, and in all respects, the activity most fruitful and most necessary
for humanity at the given time. Only a man who lives according to his
conscience can have influence on people, and only activity that accords with
one’s conscience can be useful.


But I must explain my meaning. To say that the most effectual means of
achieving the ends toward which revolutionists and liberals are striving, is
by activity in accord with their consciences, does not mean that people can
begin to live conscientiously in order to achieve those ends. To begin to
live conscientiously on purpose to achieve any external ends is impossible.


To live according to one’s conscience is possible only as a result of firm
and clear religious convictions; the beneficent result of these in our
external life will inevitably follow. Therefore the gist of what I wished to
say to you is this: that it is unprofitable for good, sincere people to spend
their powers of mind and soul in gaining small practical ends;
e.g. in the various struggles of
nationalities, or parties, or in Liberal wire-​pulling, while they have not
reached a clear and firm religious perception,
i.e. a consciousness of the meaning
and purpose of their life. I think that all the powers of soul and of mind of
good people, who wish to be of service to men, should be directed to that
end. When that is accomplished, all else will be accomplished too.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Τι είναι ποίηση; (Baudelaire)

Δύσκολο αλλά όμορφο κείμενο για τον Baudelaire που ήρθε στο δρόμο μου ενώ διαβάζω το "Άνθη του Κακού". Ήρθε να εξηγήσει ή αν θέλετε να ξεκλειδώσει τα δύο ποιήματα που ακολουθούν. Θα ήθελα να τα μοιραστώ για όποιον μπορεί να ενδιαφέρεται. Τα εκπληκτικά ποιήματα είναι από την ποιητική συλλογή που προανέφερα ενώ το κείμενο είναι από ένα βιβλίο σχετικά με την Γαλλική λογοτεχνία. (Vocabulaire Litteraire)


Το ποιητικό διάβημα πιθανόν είναι μια " εξημμένη προσπάθεια να αγγιχτεί το όριο της υπέρτατης Ομορφιάς". Οπωσδήποτε η φιλοσοφική προϋπόθεση παραμένει η ίδια: τι είναι η φθορά του πραγματικού, υπάρχει "αλλού" ένα μέρος ιερό προς το οποίο μπορεί να γίνει μια κίνηση "ανύψωσης" τόσο με το διαλογισμό του πνεύματος όσο και με το συνημμένο τάνυσμα του λόγου και της φαντασίας.

Η γνωστή θεωρία των "αναλογιών/σχέσεων" δεν είναι τίποτα άλλο από μια ποιητική προσαρμογή αυτής της υπόθεσης: "Είναι αυτό το θαυμαστό, το ακίνητο ένστικτο της Ομορφιάς, που μας κάνει να εξετάσουμε τη Γη και τα θεάματά της σε μια συγκεφαλαίωση, ως μια αναλογία/σχέση του Ουρανού. Η ακόρεστη δίψα για όλα αυτά που είναι πέρα και που αποκαλύπτουν την ζωή είναι η πιο ζωντανή απόδειξη της αθανασίας μας. Αυτή είναι συγχρόνως μέσω της ποίησης και διαμέσου της ποίησης, μέσω της μουσικής και διαμέσου της μουσικής, ώστε το πνεύμα να προαισθάνεται την πίσω από το μνήμα (θάνατο) τοποθετημένη δόξα..."

Πρόκειται για τις απλές "οριζόντιες" σχέσεις/αναλογίες (συναισθήσεις ή άλλες αρμονίες) που ξαναϋφαίνουν ανάμεσα στα πράγματα και στα όντα, παρακάμπτωντας δια της οδού μιας μαγείας των αισθήσεων, το σχισμένο νήμα της καθημερινότητας, ή για τις πιο ουσιώδεις "κάθετες" σχέσεις/αναλογίες οι οποίες πραγματοποιούν την μεγαλειώδη κίνηση "μιας φύσης εξόριστης στην ατέλεια που θα ήθελε να εγκαθιδρύσει άμεσα, πάνω σ'αυτή την ίδια την γη, έναν αποκεκαλυμμένο παράδεισο".

Ο σκοπός είναι ο αυτός: να αντικαταστήσει τις αποτυχίες της ύπαρξης με την επιτυχία του λόγου αντικαθιστώντας την πολυπληθή πραγματικότητα με την παρήγορη μοναδικότητα της εικόνας. Μια πραγματικότητα λιγότερο αθεράπευτα άθλια από ένα απόλυτο "ιερογλυφικό". "Διότι τί είναι ένας ποιητής, αν όχι ένας μεταφραστής που αποκρυπτογραφεί;", ή αλλιώς ένας χειριστής που κατέχει τους "κώδικες" και τα παγκόσμια και αλάθανστα grilles de décodage¹, τις εικόνες.
..


¹ grille de décodage= πλέγμα αποκωδικοποίησης για την κατασκευή και ανάγνωση κωδικοποιημένων κειμένων που βρίσκονται σε ένα φαινομενικά αθώο κείμενο.


Και δύο ποιήματα - σονέτα* του Beaudelaire προς άμεση πρακτική εφαρμογή του κειμένου. Οι τίτλοι των ποιημάτων έχουν συνδέσμους στο αρχικό γαλλικό κείμενο καθώς και σε μερικές αγγλικές μεταφράσεις.

*Το σονέτο είναι ένα ποιητικό είδος που ακολουθεί μία σταθερή στιχουργική μορφή. Αποτελείται από 14 στίχους, γι’ αυτό συχνά αποκαλείται και δεκατετράστιχο. Εμφανίστηκε στην Ιταλία τον 13ο αι. και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διακρίνονται δύο βασικές μορφές σονέτων: το ιταλικό και το αγγλικό. Το ιταλικό σονέτο, που είναι και το πιο καθιερωμένο, αποτελείται από τέσσερις τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές (ΑΒΒΑ, ΑΒΒΑ, και εδώ ΓΔΓ, ΔΕΕ), ενώ το αγγλικό από τρεις τετράστιχες και ένα καταληκτικό δίστιχο (ΑΒΑΒ ΓΔΓΔ ΕΖΕΖ ΗΗ).


IV. - Correspondances (αναλογίες/σχέσεις)

Η Φύση είναι ένας ναός που οι ζωντανές κολώνες του
Αφήνουν καμμιά φορά να τους ξεφύγουν μπερδεμένα λόγια
Ο άνθρωπος εκεί διασχίζει τα δάση των συμβόλων
Που τον παρατηρούν με οικίες ματιές.

Σαν μακρινή ηχώ που από μακρυά αναμειγνύεται
Μέσα σε μία σκοτεινή και βαθειά ενότητα,
Απέραντη σαν την νύχτα και σαν τη διαύγεια πνεύματος,
Τα αρώματα, τα χρώματα και οι ήχοι σου ανταπαντούν.

Υπάρχουν τα φρέσκα αρώματα όπως του δέρματος των μικρών παιδιών,
Γλυκά σαν αυλοί, πράσινα σαν λειβάδια,
- Και τα άλλα, διεφθαρμένα, πλούσια και θριαμβευτικά,

Με την εξάπλωση των άπειρων πραγμάτων,
όπως το κεχριμπάρι, ο μόσχος, το μοσχολίβανο και το θυμίαμα,
Που υμνούν τις μεταφορές του πνεύματος και των αισθήσεων.


XVII. - La Beauté (Η Ομορφιά)

Είμαι ωραία, ω θνητοί! σαν ένα όνειρο σκαλισμένο στην πέτρα
Και το στήθος μου, όπου ο καθένας σας έχει χτυπηθεί εκ περιτροπής,
Έχει γίνει για να εμπνέει στους ποιητές μια αγάπη
Αιώνια και σιωπηλή όπως και η ύλη.

Κάθομαι στο θρόνο μου μέσα στο γαλάζιο όπως η ανεξήγητη σφίγγα,
Ενώνω μια καρδιά από χιόνι με το άσπρο των κύκνων,
Μισώ την κίνηση που διαταράσσει τις γραμμές,
Και ποτέ δεν κλαίω, ποτέ δεν γελώ.

Οι ποιητές, προ της μεγαλοπρέπειας μου,
Που μοιάζει να δανείζω στα πιο ευγενή μνημεία,
Θα καταναλώνουν τις μέρες τους σε αυστηρές σπουδές,

Διότι έχω, για να μαγεύω αυτούς τους υπάκουους εραστές,
Καθαρούς καθρέφτες που κάνουν όλα τα πράγματα ομορφότερα:
Τα μάτια μου, τα μεγάλά μου μάτια από αιώνια φωτεινότητα!



Σημείωση: Όλα τα ορθογραφικά και μεταφραστικά λάθη είναι του Ιπτάμενου Ολλανδού.

Εγγραφή μέσω email

Enter your email address:

Blog Widget by LinkWithin