’Αστοιχείωτοι είμεθα όλοι, είτε γράφοντες, είτε πολιτευόμενοι, είτε
έπιστήμονες, είτε άλλως οπωσδήποτε δρώντες σήμερον έν Έλλάδι υπό πάσαν
έποψιν.
Αστοιχείωτοι πνευματικώς, άστοιχείωτοι ήθικώς, άστοιχείωτοι ψυχικώς, άστοιχείωτοι κοινωνικώς.
Ό νέος ελλην, ό εισερχόμενος σήμερον εις τήν ζωήν, εισέρχεται άπαράλλακτα όπως το νεογέννητον γατί ή τό άρτίτοκον κουτάβι. Οι γονείς του τον γεννούν διά νά τον γεννήσουν, ομοίως όπως οι σκύλοι ή οι αίλουροι.
Καί έκπληρούν ομοίως, επίσης
εύσυνειδήτως, όλα τά φυσιολογικά των πρός αύτόν καθήκοντα. Άλλ’ άν τούς
έλεγε τυχόν κανείς ότι έκτος αύτών έχουν καί άλλα, πολύ θά τούς
έξέπληττε βεβαίως.
Άπό τήν οικογένειαν λοιπόν δεν έχει νά περιμένη καμμίαν προπαρασκευήν διά τίποτε άπολύτως.
Τά σχολεία εις τά όποια άρχίζει νά
φοιτά, εάν δεν τού στρεβλώνουν καί τό πνεύμα του-καί τήν ψυχήν του καί
τό σώμα του καί τον χαρακτήρα του, δέν τον παρασκευάζουν βέβαια καί αύτά
διά τίποτε άλλο, ή τό πολύ-πολύ νά γίνη φοιτητής.
Τό πανεπιστήμιον, άν ύπάγη εις αύτό, καί
έννενήντα έπί τοΐς έκατόν θα πάγη, δεν τον παρασκευάζει παρά διά νά
γίνη δικηγόρος, ιατρός ή δάσκαλος, ύφ’ ήν έννοιαν έννοήθησαν αί
έπιστήμαι αύται εις τον τόπον μας, απλά τούτέστι και χυδαία βιοποριστικά
επαγγέλματα.
Καί ή κοινωνία, όταν θά έβγη εις αύτήν,
άμόρφωτος καί αύτή καί άκατάρτιστος καί άνερμάτιστος εντελώς, ώς μόνον
καθήκον της νομίζει ν’ άρχίση νά τον κυλίη εις τά θολά της κύματα,
φούσκαν κενήν, μηδενικόν μεταξύ μηδενικών, χάος εντός χάους.
Κανείς καί τίποτε δεν τον έδίδαξε νά
βλέπη, κανείς καί τίποτε δέν τον έδίδαξε ν’ άκούη, κανείς καί τίποτε νά
σκέπτεται, τίποτε καί κανείς νά έννοή, κανείς καί τίποτε νά ένεργή,
τίποτε καί κανείς νά εργάζεται, κανείς καί τίποτε νά ύπάρχη ώς άνθρωπος εν γένει.
Τόρα, αν εχη ιδιοφυίαν τινά, αν ή
άργιλλος άπό τήν όποίαν έγινε δέν είνε πολύ κοινή, άν ή φύσις τον
έπροίκισε μέ κάποιαν πρωτοτυπίαν χαρακτήρος, μέ κάποιαν δύναμιν
πνεύματος, με κάποιαν ίσχύν ψυχής, με συστατικά τινά υπεροχής
οίασδήποτε, άρχίζει μόνος του νά
βλέπη, ν’ άκούη, νά σκέπτεται, νά έννοή, νά διδάσκεται, νά μελετά, νά
κινήται, άρχίζει μόνος του νά συμπληρόνη τήν άτελεστάτην ύπαρξίν του,
άρχίζει άναμιγνυόμενος εις τήν ζωήν νά προσπαθή νά μάθη έξ αύτής —άντί
πόσου καιρού ίσως χαμένου, άντί πόσων πολλάκις άλγηδόνων!—- ό,τι έπρεπε
νά ήξεύρη σχεδόν προτού έμβη εις αύτήν καί ό,τι δέν έμαθεν, άρχίζει νά
προσπαθή άφ’ εαυτού νά γίνη άνθρωπος πλήρης καί νά μήν άπομείνη δίπουν
άπτερον όπως έγεννήθη. Άν δέν τά έχη τά φυσικά αύτά συστατικά, αιώνια
του ή μνήμη! Κλαίτε τον καί άπό ζωντανόν! Είτε υπάρχει είτε δέν υπάρχει,
είνε τό αύτό.