Σαν αποτέλεσμα μιας σειράς διανοητικών περιπετειών που δεν αξίζει τον κόπο να θυμάται κανείς, ο κύριος Παλομάρ αποφάσισε ότι η βασική του ασχολία από δω και πέρα θα είναι να κοιτάζει τα πράγματα απ' έξω. Λίγο μύωπας, αφηρημένος και εσωστρεφής, ο Παλομάρ δε μοιάζει -από ταμπεραμέντο- μ' εκείνο τον ανθρώπινο χαρακτήρα που συνήθως ορίζουμε σαν παρατηρητή. Κι όμως συχνά ορισμένα πράγματα -ένας πέτρινος τοίχος, ένα κοχύλι, ένα φύλλο, μια τσαγιέρα- εμφανίζονται μπροστά του σαν να αποζητούν την αδιάλειπτη προσοχή του: κάθεται και αρχίζει να τα παρατηρεί -σχεδόν χωρίς να το συνειδητοποιηθεί ούτε ο ίδιος- και το βλέμμα του διατρέχει όλες τις λεπτομέρειες, και δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτές. Τώρα ο κύριος Παλομάρ αποφάσισε πως θα διπλασιάσει την προσοχή του: πρώτον, δεν θ' αφήνει να του ξεφεύγουν οι φωνές που βγάζουν τα πράγματα και φτάνουν ως αυτόν· δεύτερον, θα δώσει στη λειτουργία της παρατήρησης τη σπουδαιότητα που της αξίζει.
Σ' αυτό το σημείο επέρχεται η πρώτη κρίση: σίγουρος ότι από εδώ και στο εξής ο κόσμος θα του αποκαλύπτει έναν ατέλειωτο πλούτο πραγμάτων άξιων να δει κανείς, ο κύριος Παλομάρ δοκιμάζει να παρατηρήσει οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψη του: δε νοιώθει όμως καμιά ευχαρίστηση και σταματά. Ακολουθεί μια δεύτερη φάση, στην οποία ο ίδιος πείθει τον εαυτό του ότι τα πράγματα που αξίζει να παρατηρεί κανείς είναι μονάχα μερικά και όχι άλλα, και ότι πρέπει να ψάξει να τα εντοπίσει· για να επιχειρήσει όμως κάτι τέτοιο, πρέπει κάθε φορά ν' αντιμετωπίζει προβλήματα επιλογών, αποκλεισμών, ιεραρχιών προτίμησης· γρήγορα συνειδητοποιεί ότι έτσι καταστρέφει το καθετί, όπως του συμβαίνει πάντα όταν βάζει στη μέση το εγώ του και μαζί όλα τα άλλα προβλήματα που έχει με το εγώ του.
Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να κοιτάζει τα πράγματα αφήνοντας στην άκρη το εγώ του; Ποιανού είναι τα μάτια που κοιτάζουν; Συνήθως σκεφτόμαστε ότι το εγώ είναι κάποιος που στέκεται μπροστά στα μάτια μας, όπως στο περβάζι ενός παραθύρου, και βλέπει τον κόσμο που απλώνεται σε όλου του το εύρος εκεί, μπροστά του. Άρα υπάρχει κάποιο παράθυρο που βλέπει τον κόσμο. Εντάξει: από εκεί είναι ο κόσμος· και από εδώ; Πάντα ο κόσμος· τι άλλο θέλετε να υπάρχει; Με μια μικρή προσπάθεια αυτοσυγκέντρωσης ο Παλομάρ καταφέρνει να μετακινήσει τον κόσμο από εκεί μπροστά, και να τον φέρει στο περβάζι. Τότε όμως τι μένει έξω από το παράθυρο; Πάλι ο κόσμος, που για την περίπτωση διχάζεται στον κόσμο που κοιτάζει και στον κόσμο που τον κοιτάζουν. Κι αυτός, ο επιλεγόμενος και "εγώ", δηλαδή ο κύριος Παλομάρ; Μήπως δεν είναι και αυτός ένα κομμάτι του κόσμου; Ίσως, λοιπόν -αφού ο κόσμος υπάρχει και στις δύο πλευρές του παραθύρου- το εγώ να μην είναι τίποτα άλλο παρά το παράθυρο από το οποίο ο κόσμος κοιτάζει τον κόσμο. Για να κοιτάζει τον εαυτό του, ο κόσμος έχει ανάγκη από τα μάτια (και τα γυαλιά) του κυρίου Παλομάρ.
Άρα, από εδώ και μπρος ο Παλομάρ θα κοιτάζει τα πράγματα απ' έξω και όχι από μέσα· αυτό όμως δεν αρκεί: θα τα κοιτάζει με ένα βλέμμα που έρχεται απ' έξω και όχι από μέσα του. Προσπαθεί να κάνει αμέσως το πείραμα: τώρα δεν είναι αυτός που κοιτάζει αλλά ο έξω κόσμος που κοιτάζει έξω. Αφού κανονίστηκε και αυτό, τώρα στρέφει το βλέμμα του ψάχνοντας μια γενική μεταμόρφωση. Τίποτα όμως. Τον περικυκλώνει η συνηθισμένη άχρωμη καθημερινότητα. Πρέπει να ξαναμελετήσει την κατάσταση από την αρχή. Το ότι το έξω κοιτάζει έξω, δεν αρκεί: είναι από το υπό παρατήρηση αντικείμενο που πρέπει να ξεκινήσει η τροχιά που θα το συνδέσει με το αντικείμενο που κοιτάζει.
Από την βουβή έκταση των πραγμάτων πρέπει να υπάρξει μια ένδειξη, ένα κάλεσμα, ένα νεύμα: ένα αντικείμενο αποσπάται από τα άλλα με την πρόθεση να σημάνει κάτι... τι να σημάνει; Μάλλον τον εαυτό του: ένα πράγμα θέλει να το κοιτάζουν τα άλλα πράγματα μονάχα όταν είναι πεπεισμένο ότι σημαίνει τον εαυτό του και τίποτα άλλο, ανάμεσα σε πράγματα που σημαίνουν τον εαυτό τους και τίποτα άλλο.
Οι ευκαιρίες αυτού του είδους δεν είναι βέβαια συχνές, αλλά αργά ή γρήγορα θα πρέπει να εμφανιστούν: αρκεί να περιμένει κανείς τις ευτυχείς συγκυρίες, όταν ο κόσμος θέλει να κοιτάζει και να τον κοιτάζουν την ίδια στιγμή, ενώ ταυτόχρονα ο κύριος Παλομάρ θα τύχει να περνά κάπου εκεί ανάμεσα. Με άλλα λόγια, ο κύριος Παλομάρ δεν πρέπει καν να περιμένει, γιατί αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μονάχα όταν δεν τα περιμένει κανείς.
Ένα κεφάλαιο (Διαλογισμοί 3.3.1) από το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο με τον τίτλο Παλομάρ.